- καρκίνωμα
- Κακοήθη νεοπλάσματα, που προέρχονται από επιθηλιακά κύτταρα. Τα νεοπλάσματα που συναντώνται συχνά στους πνεύμονες, στον τράχηλο της μήτρας, στους μαστούς, στο στομάχι, στον προστάτη κλπ. είναι σχεδόν πάντα κ.
βασικοκυττταρικό κ. Τύπος καρκίνου του δέρματος που παρουσιάζεται συνήθως στο πρόσωπο, στο τριχωτό της κεφαλής, στον λαιμό και στα χέρια. Προκαλείται από παρατεταμένη, υπερβολική έκθεση στον ήλιο. Προέρχεται από τα κύτταρα της βασικής στιβάδας του δέρματος. Επεκτείνεται συνήθως κατά συνέχεια ιστού (τοπικά) χωρίς να δίνει μεταστάσεις.
εντοπισμένο κ. (in situ). Καρκίνος που δεν έχει επεκταθεί πέρα από το στρώμα των κυττάρων από τα οποία προέρχεται.
κ. πλακώδους κυττάρου.Καρκίνος βραδείας ανάπτυξης του δέρματος, του πνεύμονα και άλλων σημείων, συμπεριλαμβανομένων του τραχήλου της μήτρας και του οισοφάγου, που ξεκινά από επίπεδα πλακώδη, σαν πιάτα, κύτταρα. Στο δέρμα είναι αποτέλεσμα υπερβολικής έκθεσης στον ήλιο.
Βλ. λ. καρκίνος.
* * *τὸ (Α καρκίνωμα) [καρκινώ]κακοήθης όγκος, καρκίνοςνεοελλ.1. μτφ. μόνιμο και δυσαπάλλακτο κακό, κάτι δεινό, επιβλαβές, συμφορά («οι αποζημιώσεις παθόντων απέβησαν καρκίνωμα τών δημόσιων οικονομικών μας»)2. βοτ. κακοήθης όγκος φυτοὺ που προκαλείται από ένα βακτήριο3. κακοήθης όγκος τών επιθηλιακών ιστών που καλύπτουν τις εξωτερικές επιφάνειες τού σώματος, επενδύουν τον πεπτικό σωλήνα και τα αιμοφόρα αγγεία και αποτελούν την ανατομική δομή εσωτερικών οργάνων.
Dictionary of Greek. 2013.